γύμναστρα

γύμναστρα
τα
τα δίδακτρα της γυμναστικής: Τα γύμναστρα ήταν αρκετά, κι έτσι αποφάσισα να ασκούμαι στο σπίτι μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γύμναστρα — τα τα δίδακτρα για τη γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων] …   Dictionary of Greek

  • γυμνάζω — (AM γυμνάζω) Ι. 1. εξασκώ κάποιον με σωματικές ασκήσεις, προπονώ 2. εξασκώ κάποιον σε κάτι, εκπαιδεύω 3. εθίζω κάποιον σε κάτι μσν. 1. κινώ ποινική δίωξη 2. ασκώ έφεση αρχ. 1. καταστρέφω, φθείρω 2. συζητώ λεπτομερώς κάτι II. (η μετοχή παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”